ἀντιμέτωπος — front to front masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αντιμέτωπος — η, ο (Α ἀντιμέτωπος, ον) 1. αυτός που βρίσκεται πρόσωπο με πρόσωπο με κάποιον 2. αντίπαλος … Dictionary of Greek
ἀντιμετώπως — ἀντιμέτωπος front to front adverbial ἀντιμέτωπος front to front masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιμέτωπον — ἀντιμέτωπος front to front masc/fem acc sg ἀντιμέτωπος front to front neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιμετώποις — ἀντιμέτωπος front to front masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιμετώπου — ἀντιμέτωπος front to front masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιμετώπους — ἀντιμέτωπος front to front masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιμετώπων — ἀντιμέτωπος front to front masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιμέτωπα — ἀντιμέτωπος front to front neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιμέτωποι — ἀντιμέτωπος front to front masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)